εξακοντίζομαι

εξακοντίζομαι
εξακοντίζομαι, εξακοντίστηκα, εξακοντισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek

  • περιπαλάσσομαι — Α 1. (στον Δημόκρ.) (για τα άτομα) εκτινάσσομαι ολόγυρα, εξακοντίζομαι γύρω, στροβιλίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιπαλαχθῆναι περιπλακῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παλάσσομαι «κινώ, σείω, εξακοντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξακοντίζομαι — Μ [ἐξακοντίζω, ομαι] εξακοντίζομαι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”